- νυσσηίταν
- νυσσηίτᾱν , νυσσηίταςmasc acc sg (epic doric aeolic)νυσσηίταςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυσσηίτας — νυσσηΐτας, ὁ (Α) (αμφβλ. ανάγν.) (στους πυθαγορείους) ονομασία τού αριθμού εννέα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < νύσσα (Ι) + κατάλ. ηΐτᾱς (πρβλ. το χωρίο από τα Θεολογούμενα Αριθμητικής: «καὶ νυσσηΐταν [αὐτὴν ἐπωνόμαζον] ἀπὸ τοῡ ἐπὶ νύσσαν καὶ ὡσανεὶ τέρμα… … Dictionary of Greek